- κτήριο
- bâtiment
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
κτήριο — και χτήριο, το καθετί που είναι κτισμένο, οικοδόμημα, ιδίως μεγάλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < εὐ κτή ριον «εκκλησία» (< εὔχομαι), ενώ κατ άλλους < οἰ κτή ριον < οἰ κητή ριον < οἰκῶ. Η γραφή κτίριο οφείλεται σε παρετυμολογική σύνδεση με το ρ.… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… … Dictionary of Greek
κτίριο — το (Μ κτίριον) (εσφ. γρφ.) κτήριο. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. κτήριο] … Dictionary of Greek
οικοδομή — η (ΑΜ οικοδομή) [οικοδόμος (Ι)] 1. ανέγερση κτηρίου, οικοδόμηση, κτίσιμο («η οικοδομή θα αρχίσει σε έναν μήνα») 2. το υπό ανέγερση κτήριο 3. οικοδόμημα, κτήριο αρχ. μτφ. 1. η ενέργεια πράξεων που αποσκοπούν στην επίτευξη επωφελών αποτελεσμάτων… … Dictionary of Greek
στοά — Κτίριο ή χώρος μιας μεγαλύτερης οικοδομής, ανοιχτό προς το εξωτερικό και διαρρυθμισμένο στην εξωτερική του όψη, από μία ή περισσότερες κιονοστοιχίες. Πρόκειται συνήθως για χώρο ανοιχτό στο κοινό για συναντήσεις, συναθροίσεις ή και για την πώληση… … Dictionary of Greek
National and Kapodistrian University of Athens — Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών Established May 3, 1837 … Wikipedia
Ernst Ziller — Ernst Ziller, um 1880 Ernst Moritz Theodor Ziller (griechisch Ernestos Tsiller Ερνέστος Τσίλλερ; * 22. Juni 1837 in Serkowitz, heute zu Radebeul; † 4. November 1923 in Athen) war ein deutsch griechischer … Deutsch Wikipedia
Ακαδημία — η (Α Ἀκαδημία) νεοελλ. 1. ανώτατο πνευματικό ίδρυμα που αποβλέπει στην προαγωγή τής επιστήμης και τής τέχνης 2. το κτήριο όπου στεγάζεται η Ακαδημία 3. ανώτερη σχολή θεωρητικών ή πρακτικών σπουδών «Παιδαγωγική Ακαδημία» αρχ. η Ακαδήμεια. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
ακροκεράμωτος — η, ο [ακροκέραμος] λέγεται για το κτήριο που έχει επάνω στη στέγη του ακροκεράμους … Dictionary of Greek
αμελκτήριο — το (Κτηνοτρ.) ο ιδιαίτερος χώρος (κτήριο ή δωμάτιο) σε μια κτηνοτροφική επιχείρηση γαλακτοπαραγωγής (βουστάσιο, προβατοστάσιο ή αιγοστάσιο), στον οποίο οδηγούνται τα ζώα για να αρμεχθούν … Dictionary of Greek
ανάστημα — το (AM ἀνάστημα) [ανίστημι] ύψος, μέγεθος νεοελλ. 1. ύψος ανθρώπου, μπόι 2. ηθικό ύψος, μεγαλείο 3. ύψωμα, λόφος 4. (κ. ανάστεμα) έργο, δημιούργημα μσν. αρχ. 1. οικοδόμημα, κτήριο 2. οίδημα, εξάνθημα … Dictionary of Greek